υπογράμμιση

υπογράμμιση
η, Ν [υπογραμμίζω]
1. το να υπογραμμίζει κανείς λέξη ή φράση
2. το να τονίζει κανείς με έμφαση ένα σημείο ή ένα γεγονός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπογράμμιση — η 1. το να τραβήξει κανείς γραμμή κάτω από λέξεις ή φράσεις γραμμένες ή τυπωμένες, υπογραμμισμός. 2. μτφ., έξαρση λέξης ή φράσης, ιδιαίτερη σημασία ή αξία, υπογραμμισμός: Η υπογράμμιση της ποιότητας των ελληνικών κρασιών έγινε από τον υπουργό στο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • έμφαση — η (AM ἔμφασις) 1. η δύναμη και ενάργεια τής εκφράσεως, έντονη έκφραση, υπογράμμιση 2. εκφραστική δύναμη 3. έντονο ή στομφώδες ύφος, έξαρση αρχ. 1. αντανάκλαση σε λεία επιφάνεια, εγκατόπτριση, ανταύγεια 2. εικόνα, ομοίωση 3. εξωτερική όψη,… …   Dictionary of Greek

  • εμπορευματολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εμπορευμάτων, της ιστορίας τους, της προέλευσης, των φυσικών και χημικών τους χαρακτηριστικών, των ιδιοτήτων, των εφαρμογών και της παραγωγής τους. Στην πραγματικότητα η ε. αποτελεί σύνθεση πολλών… …   Dictionary of Greek

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • σουφισμός — Ο ισλαμισμός «μυστικισμός» (από την αραβική λέξη σουφ=μαλλί), επειδή οι πρώτοι μουσουλμάνοι ασκητές φορούσαν ενδυμασία από χοντρό μάλλινο ύφασμα). Το σημαντικότερο κέντρο των ισλαμικών ασκητομυστικιστικών τάσεων υπήρξε το Ιράκ και ιδιαίτερα η… …   Dictionary of Greek

  • τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 …   Dictionary of Greek

  • τρέμουσα — η, Ν 1. μικρό δισκάριο από γυαλιστερό μέταλλο για διακόσμηση ενδυμάτων, η πούλια 2. μετάλλινη κυματοειδής τυπογραφική γραμμή, η οποία χρησιμεύει ως διαχωριστική γραμμή ή ως υπογράμμιση πλάγιου υπερτίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • υπογραμμισμός — ο, Ν η υπογράμμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπογραμμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ακτσέντους — (accentus). Ο ιδιαίτερος τονισμός μιας νότας, μουσικής φράσης ή περιόδου, που έχει σκοπό την υπογράμμιση της τονικής ή ρυθμικής αξίας τους. Συνήθως μπαίνει στο ισχυρό μέρος του μέτρου (π.χ. για χρόνο 4/4, στο 1ο και 3ο τέταρτο). Βασικά όμως ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”